- καχεξίᾳ
- καχεξίαι , καχεξίαbad habit of bodyfem nom/voc plκαχεξίᾱͅ , καχεξίαbad habit of bodyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καχεξία — καχεξίᾱ , καχεξία bad habit of body fem nom/voc/acc dual καχεξίᾱ , καχεξία bad habit of body fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών … Dictionary of Greek
καχεξία — η κακή σωματική κατάσταση, έλλειψη υγείας: Έχει καχεξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καχεξίας — καχεξίᾱς , καχεξία bad habit of body fem acc pl καχεξίᾱς , καχεξία bad habit of body fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίαι — καχεξία bad habit of body fem nom/voc pl καχεξίᾱͅ , καχεξία bad habit of body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίαν — καχεξίᾱν , καχεξία bad habit of body fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξιῶν — καχεξία bad habit of body fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίαις — καχεξία bad habit of body fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίη — καχεξία bad habit of body fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίην — καχεξία bad habit of body fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)